Το 2005 το τηλεσκόπιο UKIRT (UK Infra-Red Telescope) του Ηνωμένου Βασιλείου ξεκίνησε ένα φιλόδοξο επιστημονικό πρόγραμμα με το ακρώνυμο UKIDSS (UKIRT Infrared Deep Sky Survey), που υπόσχονταν τον εντοπισμό των πιο μακρινών κβάζαρς στο Σύμπαν. Τα αντικείμενα αυτά σηματοδοτούν τη δημιουργία τεράστιων μελανών οπών με μάζα περίπου 1δίς ηλιακές, λίγο μικρότερες δηλαδή από το Μικρό Νέφος του Μαγγελάνου. Κατά τη διαδικασία αυτή ακτινοβολούν τεράστια ποσά ενέργειας που είναι δυνατό να ξεπεράσουν κατά πολλές τάξεις μεγέθους τη συνολική ενέργεια που εκπέμπεται από όλα τα αστέρια του Γαλαξία μας, μερικά επτάκις εκατομμύρια (ο αριθμός ένα ακολουθούμενος από 24 μηδενικά) φορές μεγαλύτερη από τη συνολική ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνουμε στη Γη κάθε δευτερόλεπτο.
Λόγω της έντονης ακτινοβολίας τους, τα κβάζαρ είναι δυνατό να εντοπιστούν σε μεγάλες αποστάσεις, επιτρέποντας, μεταξύ άλλων, τη μελέτη της κατάστασης της ύλης (θερμοκρασία, πυκνότητα) που γεμίζει το Σύμπαν μόλις μερικά εκατομμύρια χρόνια μετά τη Μεγάλη Έκρηξη.
Όμως υπέρλαμπρα κβάζαρ αναμένεται να είναι σπάνια και συνεπώς ο εντοπισμός μόλις μερικών δεκάδων απαιτεί παρατηρήσεις μεγάλης επιφάνειας του ουρανού. Επιπλέον λόγω της διαστολής του Σύμπαντος τα αντικείμενα αυτά δεν εκπέμπουν ακτινοβολία που είναι ορατή στα μάτια μας (οπτικό). Είναι δυνατό να εντοπιστούν μόνο σε μεγαλύτερα μήκη κύματος που αντιστοιχούν στο κοντινό υπέρυθρο (1 έως 2 μικρά). Συνεπώς το UKIDSS σχεδιάστηκε για να καλύψει μέχρι το 2013 το 1/5 της ουράνιας σφαίρας στο κοντινό υπέρυθρο.
Πριν από μερικές μέρες, σχεδόν 6 χρόνια από την έναρξη των παρατηρήσεων, η ομάδα του προγράμματος, έφερε σε πέρας την υπόσχεση της, ανακοινώνοντας στο περιοδικό Nature τον εντοπισμό του πιο μακρινού κβάζαρ που έχει βρεθεί ποτέ. Το αντικείμενο με κωδικό ULAS J1120+0641 απέχει 231 δις έτη φωτός από τη Γη, μόλις 770 εκατομμύρια χρόνια μετά τη Μεγάλη Έκρηξη. Οι πρώτοι υπολογισμοί δείχνουν ότι η μελανή οπή στο κέντρο του ζυγίζει 2 δις ηλιακές μάζες. Ο αριθμός αυτός κάνει πολλούς αστρονόμους να αισθάνονται άβολα, καθώς οι υπάρχουσες θεωρίες δυσκολεύονται ή αδυνατούν να παράγουν μελανές οπές τόσο μεγάλης μάζας τόσο νωρίς στο Σύμπαν. Απλά 770 εκατομμύρια χρόνια είναι πολύ λίγα για να μεγαλώσει μια μελάνη οπή στη μετρούμενη μάζα.
Λόγω της έντονης ακτινοβολίας τους, τα κβάζαρ είναι δυνατό να εντοπιστούν σε μεγάλες αποστάσεις, επιτρέποντας, μεταξύ άλλων, τη μελέτη της κατάστασης της ύλης (θερμοκρασία, πυκνότητα) που γεμίζει το Σύμπαν μόλις μερικά εκατομμύρια χρόνια μετά τη Μεγάλη Έκρηξη.
Όμως υπέρλαμπρα κβάζαρ αναμένεται να είναι σπάνια και συνεπώς ο εντοπισμός μόλις μερικών δεκάδων απαιτεί παρατηρήσεις μεγάλης επιφάνειας του ουρανού. Επιπλέον λόγω της διαστολής του Σύμπαντος τα αντικείμενα αυτά δεν εκπέμπουν ακτινοβολία που είναι ορατή στα μάτια μας (οπτικό). Είναι δυνατό να εντοπιστούν μόνο σε μεγαλύτερα μήκη κύματος που αντιστοιχούν στο κοντινό υπέρυθρο (1 έως 2 μικρά). Συνεπώς το UKIDSS σχεδιάστηκε για να καλύψει μέχρι το 2013 το 1/5 της ουράνιας σφαίρας στο κοντινό υπέρυθρο.
Πριν από μερικές μέρες, σχεδόν 6 χρόνια από την έναρξη των παρατηρήσεων, η ομάδα του προγράμματος, έφερε σε πέρας την υπόσχεση της, ανακοινώνοντας στο περιοδικό Nature τον εντοπισμό του πιο μακρινού κβάζαρ που έχει βρεθεί ποτέ. Το αντικείμενο με κωδικό ULAS J1120+0641 απέχει 231 δις έτη φωτός από τη Γη, μόλις 770 εκατομμύρια χρόνια μετά τη Μεγάλη Έκρηξη. Οι πρώτοι υπολογισμοί δείχνουν ότι η μελανή οπή στο κέντρο του ζυγίζει 2 δις ηλιακές μάζες. Ο αριθμός αυτός κάνει πολλούς αστρονόμους να αισθάνονται άβολα, καθώς οι υπάρχουσες θεωρίες δυσκολεύονται ή αδυνατούν να παράγουν μελανές οπές τόσο μεγάλης μάζας τόσο νωρίς στο Σύμπαν. Απλά 770 εκατομμύρια χρόνια είναι πολύ λίγα για να μεγαλώσει μια μελάνη οπή στη μετρούμενη μάζα.
Επιπλέον το ULAS J1120+0641 επιτρέπει τη μελέτη της διαδικασίας που οι επιστήμονες ονομάζουν επαναιονισμός του Σύμπαντος (Σχήμα 1). Περίπου 370 χιλιάδες χρόνια μετά τη Μεγάλη Έκρηξη το Σύμπαν βρίσκονταν σε ουδέτερη μορφή. Αποτελούνταν κυρίως από άτομα υδρογόνου και ηλίου τα οποία είχαν όλα τα ηλεκτρόνια δεσμευμένα γύρω από τους πυρήνες τους. Τα ουδέτερα άτομα απορροφούν εύκολα φωτόνια και συνεπώς το Σύμπαν στην ουδέτερη κατάσταση δεν εκπέμπει, συνολικά, ακτινοβολία. Είναι σκοτεινό και συνεπώς η περίοδος αυτή ονομάζεται σκοτεινά χρόνια. Όμως 335 εκατομμύρια χρόνια μετά τη Μεγάλη Έκρξη κάτι ξεκίνα να αλλάζει. Η βαρυτική κατάρρευση των νεφών του αερίου που συνθέτουν το Σύμπαν οδηγεί στη δημιουργία των πρώτων αστέρων και πιθανόν, τον πρώτων κβάζαρς. Τα αντικείμενα αυτά εκπέμπουν ενεργητικά φωτόνια που είναι σε θέση να ιονίσουν την ύλη, να απελευθερώσουν δηλαδή τα ηλεκτρόνια που είναι δεσμευμένα από τους πυρήνες υδρογόνου και ηλίου. Σε ιονισμένη μορφή η ύλη γίνεται διαφανής σε ακτινοβολία επιτρέποντας τα φωτόνια να ταξιδέψουν μέχρι τη Γη και να τα παρατηρήσουμε. Η διαδικασία του επαναιονισμού του Σύμπαντος δεν είναι γνωστό πόσο διαρκεί. Παρατηρήσεις κβάζαρς στο πέρατα του Σύμπαντος είναι δυνατό να απαντήσουν το ερώτημα αυτό.
Κβάζαρς όπως το ULAS J1120+0641 λόγω της μεγάλης τους λαμπρότητας παίζουν το ρόλο προβολέων. Φωτίζουν τη ύλη που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε αυτούς και τη Γη επιτρέποντας τη μελέτη της, όπως φαίνεται στο Σχήμα 2. Καθώς το φως των κβάζαρς ταξιδεύει στο ενδογαλαξιακό χώρο, απορροφάται από συγκεντρώσεις ύλης, όπως αέριες μάζες. Η απορρόφηση αυτή αποτυπώνεται στο φάσμα των κβάζαρ επιτρέποντας την ακριβή χαρτογράφηση της πυκνότητας και της κατανομής της ύλης στη ευθεία παρατήρησης (Σχήμα 2).
Μελετώντας το φάσμα του ULAS J1120+0641 οι επιστήμονες βρήκαν ενδείξεις ότι ο βαθμός ιονισμού του Σύμπαντος είναι αναπάντεχα υψηλός περίπου 770 εκατομμύρια χρόνια μετά τη Μεγάλη Έκρηξη, τη χρονική στιγμή δηλαδή που παρατηρούμε τον κβάζαρ. Αν αυτό επαληθευθεί από νέες παρατηρήσεις τότε οι αστρονόμοι θα είναι σε θέση να προσδιορίσουν, για πρώτη φορά, τη διάρκεια της διαδικασίας του επαναινοσμού, προσθέτοντας άλλο ένα κομμάτι στο παζλ της δημιουργίας του Κόσμου.